αρρηνής

αρρηνής
ἀρρηνής, -ές (Α)
(για σκύλους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. αράζω (II)* ή αρράζω «γαυγίζω, γρυλίζω», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο -ρρρ-, ο οποίος αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως προς την κατάληξη, η λ. σχηματίστηκε κατά τα απηνής, στρηνής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀρρηνές — ἀρρηνής fierce masc/fem voc sg ἀρρηνής fierce neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αράζω — (I) [αράσσω] 1. προσορμίζω πλοίο 2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω αγκυροβολώ 3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση 4. φρ. «την άραξα» κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα. (II) ἀράζω κ. ἀρράζω (Α) (για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”